- ηλικία
- (Νομ.). Σε αστική, σε διοικητική και σε ποινική ύλη, το δίκαιο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην η. ως προς τη γενικότερη δικαιοπρακτική ικανότητα, την ευθύνη ή τις ειδικότερες συνέπειες των πράξεων ή ενεργειών του προσώπου.
Σύμφωνα με τον ελληνικό Αστικό Κώδικα (άρ. 127 επ.), ικανός να συνάψει κάθε είδους δικαιοπραξία είναι μόνο ο ενήλικος, το πρόσωπο δηλαδή που έχει συμπληρώσει το 18o έτος. Στερείται, αντίθετα, εντελώς δικαιοπρακτικής ικανότητας o ανήλικος που δεν έχει συμπληρώσει το 10o έτος. Μετά το 10o έτος και μέχρι το 14o μπορεί να ενεργεί δικαιοπραξίες από τις οποίες πορίζεται όφελος, ενώ από το 14o μέχρι το 18o έτος μπορεί να διαθέτει όσα κερδίζει ή όσα δίνονται σε αυτόν και ακόμα έχει την ικανότητα να εκμισθώνει την εργασία του, εφόσον έχει τη γενική συγκατάθεση του πατέρα του ή του επιτρόπου. Αποκλίσεις από τους παραπάνω ορισμούς δημιουργεί η χειραφεσία. Η η. παίζει επίσης σημαντικό ρόλο στο δημόσιο δίκαιο, ως προς την είσοδο στη δημόσια υπηρεσία ή στην έξοδο από αυτήν. Ο Υπαλληλικός Κώδικας ορίζει γενικά ανώτατο όριο για τον διορισμό δημόσιου υπαλλήλου το 35o έτος, αν και οι σχετικές διατάξεις τείνουν να τροποποιηθούν, ώστε να διορίζονται δημόσιοι υπάλληλοι και όσοι είναι μεγαλύτεροι των 35 ετών· η έξοδος γίνεται γενικά στα 60 ή στα 65 ή μετά συμπλήρωση τριακονταπενταετούς δημόσιας υπηρεσίας· ειδικές διατάξεις καθορίζουν το όριο της η. των δικαστικών και των καθηγητών πανεπιστημίου. Ανάλογη σημασία έχει η η. και για την απόκτηση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, για τη στράτευση κλπ.
Μεγάλη σπουδαιότητα έχει επίσης η η. στο ποινικό δίκαιο. Κατά τον ελληνικό Ποινικό Κώδικα (άρ. 121 επ.), θεωρούνται ανήλικοι όσοι έχουν η. από 7 έως 17 έτη συμπληρωμένα. Από αυτούς, όσοι είναι από 7 έως 12 ετών θεωρούνται παιδιά και δεν τους καταλογίζεται η αξιόποινη πράξη (όπως και στους μικρότερους των 7 ετών), υποβάλλονται όμως σε αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα. Στα ίδια μέτρα υποβάλλονται και οι έφηβοι από 13 έως 17 ετών, αλλά το δικαστήριο έχει δικαίωμα να τους επιβάλει περιορισμό σε σωφρονιστικό κατάστημα, αν το κρίνει σκόπιμο κατά τους όρους του άρθρου 127 Π.Κ. H η. έχει σημασία και ως προς την εκτέλεση της ποινής, ειδικότερα όσον αφορά την εφαρμογή της με τον όρο απόλυσης που προβλέπει το άρθρο 129 Π.Κ.
Για τους εγκληματίες που συμπλήρωσαν το 17o έτος, αλλά όχι και το 21ο, προβλέπεται απλώς η δυνατότητα επιβολής μικρότερης ποινής από εκείνη που επιβάλλεται στους ενηλίκους.
* * *και ηλικιά και ελικιά, η (AM ἡλικία, Α ιων. τ. ήλικίη και δωρ. τ. ἁλικία)1. (για έμβια όντα) ο χρόνος που διανύεται από τη γέννηση ενός έμβιου όντος μέχρι τη στιγμή που γίνεται λόγος για την ηλικία του, υπολογισμένος σε έτη ή στις υποδιαιρέσεις τού έτους («τὴν δὲ ἡλικίαν περί ἔτη εἴκοσι», Ξεν.)2. κάθε περίοδος τής ζωής τού ανθρώπου, βρεφική ή νηπιακή, παιδική, εφηβική, νεανική, ανδρική, γεροντική ηλικία3. (για το σώμα) το ανάστημα, το μπόι, η κορμοστασιά («οι δυό σου νώμοι πύργοι 'ναι κι η ελικιά σου κάστρο», Διγεν. Ακρ.)νεοελλ.1. (με προσδ. κατά γεν. δηλώνει ειδική εποχή) («ηλικία γάμου», «ηλικία στρατεύσεως»)2. η στρατολογική κλάση («διατάχθηκε επιστράτευση πέντε ηλικιών»)3. (και για τα άψυχα) η χρονική διάρκεια, ο χρόνος κατά τον οποίο υπάρχει κάτι («η ηλικία τής γης»)4. γεωλ. μονάδα τού γεωλογικού χρόνου που αντιπροσωπεύει το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο αποτέθηκε μια αλληλουχία πετρωμάτων5. φρ. α) «έχω την ηλικία» — δεν είμαι πια νέοςβ) «κάμνω κάποιον τής ηλικίας» — ανατρέφωμσν.φρ. α) «ἔρχομαι ή μπαίνω ή εἶμαι ή γίνομαι εἰς νόμον ἤ μέτρον ἡλικίας» — ενηλικιώνομαιβ) «τρέφομαι σε ηλικία» — μεγαλώνωγ) «τελεία ηλικία» — η ώριμη ηλικίααρχ.1. (για ανθρώπους) η περίοδος τής ακμής τού βίου, κατά την οποία συντελείται η σωματική και μάλιστα η πνευματική ανάπτυξη2. κάθε γενεά («πολλαῑς ἔμπροσθεν ἡλικίαις», Πλούτ.)3. αυτοί που έχουν την ίδια ηλικία, οι συνομίληκοι4. περασμένη εποχή ή περασμένη περίοδος τού χρόνου, ο παλαιός καιρός («ταῡτα ἡλικίαν ἄν εἴη κατά Λάϊον» — κατά τους χρόνους, στον καιρό τού Λαΐου, Ηρόδ.)5. νεανικό πάθος, νεανική ορμή («μὴ πάντα ἡλικίῃ και θυμῷ ἐπίτραπτε», Ηρόδ.)6. για γυναίκα) αγνότητα, παρθενία7. φρ. α) «ὁ παρ' ἡλικίαν νοῡς» — ο νους που έχει πρόωρα αναπτυχθείβ) «οἱ ἐν τῇ αυτῇ ἡλικίᾳ» — οι συνομίληκοιγ) «ἐς βαθὺ τῆς ἡλικίας» ή «πόρρω τῆς ἡλικίας» — σε προχωρημένα γεράματα, σε γεροντική ηλικίαδ) «ἡλικίαν ἔχω» ή «ἡλικίας μετέχω» — βρίσκομαι στην κατάλληλη ηλικία για να κάνω κάτιε) «οἱ ἐν τῇ ἡλικίᾳ» — οι στρατεύσιμοιστ) (για γυναίκες) «ἡ ἐν ἡλικίᾳ» — αυτή που είναι ώριμη για γάμοζ) «ἡ καθεστηκυῑα ἡλικίᾳ» — η μέση, η ώριμη ηλικία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλικ- (< ήλιξ*) + -ία. Σχηματίζει υποχωρητικά το αφ-ήλιξ «απομακρυσμένος από τη μέση ηλικία», δηλ. «ηλικιωμένος» αλλά και «νέος» μερικές φορές. Άλλο παρ. το ηλικιώτης «συνομήλικος» που στον τ. τής κρητ. διαλ. Fαλικιώτας διατηρεί το F].
Dictionary of Greek. 2013.